- αλίμονο
- επιφών. λύπης, δυστυχία μου!: Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλίμονο — επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή… … Dictionary of Greek
Dimitris Mitropanos — (Greek: Δημήτρης Μητροπάνος) (born 2 April 1948) is a Greek singer. He is renowned for his mastery of Laïkó, a Greek music style. Contents 1 Biography 2 Early years 3 Career … Wikipedia
αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… … Dictionary of Greek
ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… … Dictionary of Greek
τρισαλίμονο — Ν επιφών. τρεις φορές αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + αλίμονο] … Dictionary of Greek
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
Митропанос, Димитрис — Димитрис Митропанос Имя при рождении греч. Δημήτρης Μητροπάνος Полное имя греч. Δημ … Википедия
αβάλε — ἀβάλε και ἀβάλα και ἀβάλαι επιφών. (Μ) αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σημιτικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… … Dictionary of Greek
αλλοί — αντί αλί* (επιφών) αλίμονο … Dictionary of Greek